Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η νεανίδα

  • 1 подросток

    подросток м о νεανίας· η νεανίδα (девочка)
    * * *
    м
    ο νεανίας; η νεανίδα ( девочка)

    Русско-греческий словарь > подросток

  • 2 подросток

    подросток
    м ὁ ἀνήλικος / τό ἀγοράκι, ὁ νεανίας (ρ юноше) / ἡ νεάνιδα, τό κοριτσάκι (о девочке).

    Русско-новогреческий словарь > подросток

  • 3 девушка

    θ.
    κορίτσι, κόρη, νεανίδα, δεσποινίδα. || παλ. υπηρέτρια, καμαριέρα.
    εκφρ.
    красная девушкаβλ. ίδια εκφρ. στη λ. девица.

    Большой русско-греческий словарь > девушка

  • 4 подросток

    -тка α. έφηβος, νεανίας, νεολαίος, νεαρός νεανίδα, νεαρή, νεολαία.

    Большой русско-греческий словарь > подросток

  • 5 ухо

    -а, πλθ. уши, ушей ουδ.
    1. το αυτί, το ους•

    у меня болит ухо μου πονά το αυτί•

    шум в ушах βουητό στ αυτιά•

    глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•

    внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•

    среднее ухо το μέσο αυτί•

    чесать ухо ξύνω το αυτί•

    длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.

    2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•

    уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.

    3. η βελονότρυπα.
    4. ακοή•

    медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•

    у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•

    музыкальное ухо μουσικό αυτί.

    εκφρ.
    ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•
    ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•
    навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•
    нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•
    пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•
    слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•
    дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•
    дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•
    в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•
    во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•
    в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•
    за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•
    за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•
    и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•
    краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•
    на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•
    над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•
    не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•
    не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•
    по уши влюбиться (врезатьсяκ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•
    уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•
    в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•
    и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν).

    Большой русско-греческий словарь > ухо

  • 6 юница

    θ.
    νεανίδα, νεαρή.

    Большой русско-греческий словарь > юница

См. также в других словарях:

  • νεάνιδα — νεά̱νιδα , νεᾶνις girl fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλλάς — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 …   Dictionary of Greek

  • κορίτσι — το (Μ κορίτσι) 1. παιδί θηλυκού γένους, μικρή κόρη, κοράσιο («έχει δύο αγόρια και τρία κορίτσια») 2. παρθένα, ανύπαντρη κοπέλα 3. νεαρή γυναίκα, νεάνιδα νεοελλ. φρ. «το κορίτσι μου» η κοπέλα με την οποία σχετίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • νάνις — νᾱνις, ἡ (Α) νεάνιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεάνις, (με συναίρεση)] …   Dictionary of Greek

  • νεάνις — και νεάνιδα, η (ΑΜ νεᾱνις) βλ. νεανίας …   Dictionary of Greek

  • νεανίας — ο, θηλ. νεάνις και νεάνιδα (ΑΜ νεανίας, θηλ. νεᾱνις, Α ιων. τ. νεηνίης, θηλ. νεῆνις και συνηρ. τ. νῆνις) νεαρός ως προς την ηλικία μσν. πολεμιστής αρχ. 1. (με καλή σημ.) ορμητικός, γενναίος, δραστήριος 2. (με κακή σημ.) προπετής, αυθάδης,… …   Dictionary of Greek

  • παλλακή — η (ΑΜ παλλακή) η γυναίκα που συζεί με άνδρα χωρίς νόμιμο γάμο, η παλλακίδα («πολλὰς κουριδίας γυναῑκας, πολλῷ δὲ πλεῡνας παλλακάς», Ηρόδ.) αρχ. πιθ. νεαρή κόρη, κοπέλα, νεανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό… …   Dictionary of Greek

  • προτελίζω — Α [προτελής] 1. μυώ ή καθιερώνω με τελετή πριν από τον γάμο («προτελίζω τὴν νεάνιδα Ἀρτέμιδι» οδηγώ νεαρή κόρη μπροστά στον βωμό τής Αρτέμιδος πριν από τον γάμο της ώστε να προσφέρει τη γαμήλια θυσία, Ευρ.) 2. παθ. προτελίζομαι προμυούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»